- Λικίνιος
- (Valerius Licinianus Licinius, ; – 325 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (307-324). Στέφθηκε αυτοκράτορας κατά την τελευταία περίοδο της τετραρχίας. Μετά τον θάνατο του Γαλέριου και την ήττα των συναυτοκρατόρων Μαξέντιου (από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 312) και Μαξιμίνου (από τον Λ. το 313), ο Λ. και ο Κωνσταντίνος, που διοικούσαν την Ανατολή και τη Δύση αντίστοιχα, μολονότι είχαν συγγενική σχέση –ο Λ. είχε παντρευτεί την αδελφή του Κωνσταντίνου– συγκρούστηκαν στα Βαλκάνια (314). Ο Λ. ηττήθηκε, με συνέπεια να χάσει το Ιλλυρικό, εκτός από τη Θράκη.
Η επόμενη μεγάλη σύγκρουση, αρχικά στην Αδριανούπολη και έπειτα στο οχυρό Βυζάντιο, όπου υποχώρησε ο Λ., κατέληξε στην ήττα του τελευταίου (324), ο οποίος κατέφυγε στη Μικρά Ασία. Στη συνέχεια ο Λ. παραδόθηκε στον Κωνσταντίνο και τον επόμενο χρόνο θανατώθηκε, οπότε ο Κωνσταντίνος εξασφάλισε τη μονοκρατορία.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, μολονότι ο Λ. εξέδωσε μαζί με τον Κωνσταντίνο το διάταγμα του Μεδιόλανου –διάταγμα ανεξιθρησκίας–, αργότερα παρεμπόδισε με διάφορα μέτρα τη διάδοση του χριστιανισμού στην Ανατολή.
* * *-ία, -ο (AM Λικίνιος, -ία, -ον)1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Λικίνιοςόνομα πολλών Ρωμαίων αυτοκρατόρων και άλλων αξιωματούχων2. φρ. α) «Λικίνια γενεά» — ρωμαϊκή οικογένεια ετρουσκικής καταγωγής, μια από τις σημαντικότερες γενεές πληβείων κατά την εποχή τής Δημοκρατίαςβ) «Λικίνιοι Σέξτιοι νόμοι»ρωμ. δίκ. νομοθετήματα τού 4ου π.Χ. αιώνα, που ονομάστηκαν έτσι από τα ονόματα τών δημάρχων Λικινίου Στόλωνος και Σεξτίου Λατερανού και που η έκδοσή τους αποτέλεσε έναν από τους πιο σημαντικούς σταθμούς στους αγώνες τών πληβείων για την εξίσωση τους με τους πατρικίουςμσν.-αρχ.(το αρσ. στον πληθ.) οἱ Λικίνιοι(κατά τον Ευστ.) «οὕτω καλοῡνται ἰδιωτικῶς ἀπὸ τοῡ Λικινίου οἱ ἀγρίως κολάζοντες».[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Licinius].
Dictionary of Greek. 2013.